εκτεταμένος

εκτεταμένος
η , ο[ν] прям. , перен. пространный, обширный;

εκτεταμένη πεδιάδα — обширная равнина;

εκτεταμένη μόρφωση — всестороннее образование


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εκτεταμένος" в других словарях:

  • εκτεταμένος — η, ο (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) 1. αυτός που καταλαμβάνει μεγάλη έκταση, ευρύς, μεγάλος («εκτεταμένη περιοχή, πεδιάδα, χώρα κ.λπ.») 2. αυτός που έχει μεγάλη διάρκεια, διεξοδικός («εκτεταμένη συζήτηση, χρονική περίοδος κ.λπ.») …   Dictionary of Greek

  • εκτεταμένος — η, ο μτχ. παθ. πρκ. του εκτείνω (βλ. λ.) ως επίθ. 1. που κατέχει μεγάλη έκταση: Εκτεταμένη πεδιάδα. 2. πλατύς, μεγάλος: Εκτεταμένη μόρφωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκτεταμένος — ἐκτείνω stretch out perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αραβική θάλασσα — Εκτεταμένος βραχίονας του Ινδικού ωκεανού, μεταξύ της Ινδίας, της Αραβικής χερσονήσου και των ακτών της Σομαλίας· τα όριά της με τον ανοιχτό ωκεανό δεν είναι σαφώς καθορισμένα. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτής της θάλασσας είναι τα ρεύματα, που… …   Dictionary of Greek

  • εκτείνω — (AM ἐκτείνω) 1. τείνω προς τα έξω, τεντώνω, απλώνω νεοελλ. 1. επεκτείνω, μεγαλώνω 2. βγαίνω από τα όρια ενός θέματος («εξετάθη σε επουσιώδη») 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) εκτεταμένος αυτός που καταλαμβάνει μεγάλη έκταση («εκτεταμένη… …   Dictionary of Greek

  • μακροτενής — ές (AM μακροτενής, ές) 1. αυτός που εκτείνεται πολύ μακριά, ο πολύ εκτεταμένος σε μήκος, διεξοδικός, σχοινοτενής 2. το ουδ. ως ουσ. το μακροτενές η σχοινοτένεια, η μακρότητα νεοελλ. ο πολύ εκτεταμένος σε χρονική διάρκεια, μακροχρόνιος. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Γροιλανδία — Επίσημη ονομασία: Γροιλανδία Έκταση: 2.175.600 τ. χλμ Πληθυσμός: 56.376 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Νουούκ (πρώην Γκόντχοπ)Γροιλανδία (διεθν. Greenland, δαν. Gronland, τοπικά Kalaallit Nunaat). Νησιωτικό αυτοδιοικούμενο έδαφος της Δανίας, που… …   Dictionary of Greek

  • εκτείνομαι — εκτείνομαι, εκτάθηκα, εκτεταμένος βλ. πίν. 188 Σημειώσεις: εκτείνομαι : η μτχ. εκτεταμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ μεγάλης έκτασης) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκτείνω — έκτεινα και εξέτεινα, εκτάθηκα, εκτεταμένος, μτβ. 1. απλώνω, τεντώνω: Εκτείνω το χέρι μου. 2. ξαπλώνω, απλώνω κάτω: Να εκτείνετε τον ασθενή στο χειρουργικό τραπέζι. 3. επεκτείνω, μεγαλώνω, επιμηκύνω: Εκτείνω τα όρια του κράτους. 4. το μέσ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιάονες — Ἰάονες, οἱ (Α) (εκτεταμένος τ.) οι Ίωνες 2. (στην περσική γλώσσα) οι Έλληνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Ίωνες] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»